ανάζωστος

ανάζωστος
η , ο неподпоясанный, без пояса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανάζωστος" в других словарях:

  • ανάζωστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που είναι ζωσμένος ψηλά. 2. ο χωρίς ζώνη: Είχε πάει στο χωράφι ανάζωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάζωστος — (I) η, ο [αναζώνω] αυτός που έχει ζωστεί ψηλά. (II) η, ο αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα χωρίς ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + ζωστός] …   Dictionary of Greek

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»